Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου της και ξέσπασε σε κλάμματα. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό της, χωμένο στις χούφτες της, χαμένο μέσα στα μαύρα μαλλιά της, αλλά άκουγα άπραγος τους λιγμούς της. Ακούμπησα τις παλάμες μου πάνω στο τζάμι της και της ζήτησα να με κοιτάξει. Για μια τελευταία φορά. Το ήξερα οτι θα έφευγε το πρωί. Είχα δει το εισητήριο πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Είχε τσαλακωμένες άκρες και εναν μεγάλο, άγαρμπο λεκέ από καφέ. Τα μάτια μου πάγωσαν πάνω στο όνομα της. Την φαντάστηκα να πίνει τον καφέ της άψυχα όρθια μπροστά στον πάγκο κοιτώντας το εισητήριο που κρυφά έβγαλε αλλά φανερά άφησε για εμένα. Ηταν ο τρόπος της να με αποχαιρετήσει.
Της φώναξα να με κοιτάξει, να ακουμπήσει τις παλάμες της στις δικές μου και να με φιλήσει για μια ακόμα φορα. Δεν πήρα απάντηση. Όταν γνώρισα την Κατερίνα τον Δεκέμβρη του 2000 ήταν φοιτήτρια. Δούλεθε τα βράδυα στην πάμπ της οδού Carter οχι τόσο για τα χρήματα αλλά για να κλέβει ιστορίες απο τους θαμώνες. Τους παρακολουθούσε σχολαστικά και τους έδινε ρόλους στα σενάρια που έγραφε στη διάρκεια των διαλέξεων στη σχολή. Ποτέ δεν μου είπε τον ρόλο που έγραψε για εμένα εκείνο το βράδυ, οταν διαβάζοντας εφημερίδα την αντελήφθηκα να με κοιτούν τα ολοστρόγγυλα πράσσινα μάτια της απομνημονεύοντας το περίγραμμα μου, περιμένοντας να ακούσει την φωνή μου. Ποτέ δεν κατάφερε το όνειρο της η Ρίνα μου. Η ζωή είχε άλλα σχέδια για εκείνη, για εμάς.
Μια αλεπού διήσχυσε τον δρόμο και με επανέφερε στο τώρα. Δεν έκανα τίποτα να κρατήσω την Κατερίνα κοντά μου. Οχι οτι δεν την αγάπησα, αλλα να, δεν την επέλεξα. Ήταν εκεί στην ζωή μου χωρίς επιλογή, αλλά και χωρίς απάρνηση. Εισέπνευσα ρουφώντας τον παγωμένο αέρα του Λονδίνου στους ασθενικούς πνεύμονες μου. Ένιωσα τον αέρα να διασχύζει το σώμα μου. Κάτω από το δέρμα μου προσπαθούσα να ξυπνήσω εναν κόσμο που κάποτε εκρήγνυτο απο αδρεναλίνη και έρωτα για εκείνη. Χαμήλωσα το βλέμμα, ηταν ο τρόπος μου να την αποχαιρετήσω, σαν δειλός. Σαν ξένος. Τα χέρια μου έπεσαν στο σώμα. “Τελος” ψυθίρισα και περπάτησα μακρυά της αφηνοντας ίχνη απο τον εαυτό μου όσο απομακρυνόμουν από εκείνη. Άδειαζα, εξαϋλωνόμουν και όμως συνέχισα να περπατώ, αργά σαν κατάδικος στο προαύλιο της φυλακής του. Τα βήματα μου αργά έσβηναν κάθε δύναμη έλξης. Αυτή τη βαρύτητα των σωμάτων μας που μας έκανε να νιώθουμε ένα. Θυμήθηκα πόσο της άρεσε να κολλά το ιδρωμένο σώμα της στο δικό μου και να πιέζει τη σάρκα της να μπεί στην δική μου. Έτσι, έλεγε, ό,τι εκκρέεται στα σώματα μας γίνεται ένα σαν ατελείωτος οργασμός που ενώνει ανάσες, ψυχές και πάθη. Πλησίαζα στην οδό Alberta, όπου μέναμε τα τελευταία δύο χρόνια όταν άκουσα να βάζει μπρός. Ο ήχος του κινητήρα έβαζε τέλος στο αθόρυβο αντίο μας.
Ένιωσα την φιγούρα μου να ξεμακραίνει πίσω μου, σαν να τρέχει πίσω της. Η σκιά μου δεν έμοιαζε ποτέ τόσο αποκολλημένη απο μένα. Το μόνο που άκουγα πια ήταν ο ήχος από τη λιωμένη σόλα των παπουτσιών μου και οι σκέψεις μου που δημιουργούσαν δυνατούς παρανοϊκούς ψυθήρους που με χλεύαζαν.
Η Κατερίνα πετάει στις 4 και τέταρτο για Αθήνα. Δεν κρατάει βαλίτσες, μονάχα μια τσάντα και ενα γράμμα. Αυτό που βρήκα το θάρρος να αφήσω διπλα στον λεκέ απο καφέ, πάνω στο τσαλακωμένο εισητήριο της. Κανείς δεν θα την σταματήσει, ούτε ο εαυτός της. Στην Αθήνα θα την περιμένει στην έξοδο ο σύζηγός της κρατώντας τα αγαπημένα της λευκά γαρύφαλλα και την εννιάχρονη Μένια. Θα τον κοιτάξει και θα δακρύσει και τίποτα δεν θα είναι όπως εχθές, στην γωνία της οδού Alberta, όπου τα φώτα του διαμερίσματος μας θα παραμένουν σβηστά.