δεκαπενταύγουστος.

Ξεφύλλιζα το λεύκωμα του Μοριγιάμα στην Photographer’s Gallery, όταν ο Μπέρκαν, γύρισε πρός το μέρος μου με το βλέμμα του κάθε φορά που πρόκειται να με ρωτήσει κάτι πολύ σημαντικό.
“Νάσια, αν έγραφες σήμερα ενα βιβλίο ποιό θα ήταν το θέμα σου;” Του ζήτησα λίγα λεπτά να το σκεφτώ συνειδητά και γύρισα την πλάτη μου όσο εκείνος ανέβηκε αργά τα σκαλιά πρός το καφέ. “Επιλογές. Θα ήθελα να γράψω για τις ιστορίες που επιλέγουμε να ζήσουμε”. Συνειδητά ή μη, όλες μας οι κινήσεις είναι επιλογές. Συνέχισε να με κοιτά με προσοχή όσο εγώ χανόμουν στις σταγόνες της ξαφνικής βροχής από το γκρί του ουρανού στο γκρί του οδοστρώματος. Άλλωστε και οι δυό μας είμαστε εδώ στο Λονδίνο μετά από επιλογή, μετά από αποχωρισμό. Πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή μας αν δεν κάναμε αυτό το βήμα; Σιγουρα δε θα στεκόμασταν μπροστά στο παράθυρο της γκαλερί να κοιτούμε την βροχή και να σαρκαζόμαστε την επιλογή μας να μην παρούμε σημερα τις ομπρέλες μας μαζί.

Περπατήσαμε λίγο στα σοκάκια πίσω από την Regent και αποφασίσαμε να απολάυσουμε λίγη ακομα ώρα μαζί με καφέ σε ενα τραπεζάκι έξω στην βροχή. Μου αρέσει η μυρωδιά της βροχής στο Λονδίνο, έχει τόσες αναμνήσεις να αναδύουν. Παρείγγηλα όπως παντα τον αμερικάνο με δυο τρια παγάκια και τον κοιτούσα να στρίβει το τσιγάρο του. “Τι σκέφτεσαι όταν είσαι μόνη;” με ρώτησε με το ίδιο ύφος εξερεύνησης. “Το Λονδίνο, την ζωή μου εδώ, τα όνειρά μου, τις μουσικές που τα ντύνουν, “γράφω σενάρια” με την φαντασία μου.” ‘Ηπιε μια γουλιά και πρόσθεσε γάλα με τελετουργικό ρυθμό στο κέντρο της επιφάνειας του καφέ, “Πώς είναι η ζωή σου στο Λονδίνο Νάσια;” Γνωριζόμαστε πολύ καλά, εδώ και μήνες, αλλά απάντησα σαν να είμαστε παντελώς άγνωστοι, αυτό με μαγεύει στις “συναντήσεις”, επαναπροσδιορίζεσαι και ξαναγνωρίζεσαι κάθε μέρα. “Δική μου, ήρεμη, ρέει.” Κοιτάξαμε και οι δύο μας πρός το δρομάκι τους περαστικούς να τρέχουν μπροστά μας, να τεντώνουν τις ομπρέλες τους, να πατούν χωρίς να αφήνουν αποτύπωμα. Το νερό έδινε ροή στα βήματα τους, είτε αυτά ήταν βίαια είτε αργά, αδιάφορα στη επιτακτικότητα της βροχής, είτε παιχνιδιάρικα από εραστές που ξετύλιγαν την εσωτερικότητα του δεσμού τους πιάνοντας τα χέρια τους κάτω από τις ομπρέλες που ελάχιστα τους ένοιαζε να καλύπτουν τα σώματα τους. “Είναι μόνο νερό”, “αλλά κινείται συνεχώς”, πρόσθεσα. Αυτές οι Κυρικάτικες συζητήσεις πάντα με ενέπνεαν. Μέσα σε λίγα λεπτά είχα αραδειάσει όλα μου τα πλάνα για τους επόμενους μήνες με τον ενθουσιασμό του νεόφερτου. Κάθε μέρα πια, πιστεύω, είναι μια νέα μέρα της ζωής μας, άγνωστη κάθε δευτερόλεπτο που περνά, με αμέτρητες επιλογές. Μπορείς να αρχίσεις ξανά από εκεί που “έφυγες”, εκεί που “έμεινες”, εκεί που ήθελες να “πάς” αλλά “εγκατέλειψες”, μπορείς απλά να αλλάξεις πορεία. Ο Μπέρκαν λέει, οτι οι επιλογές που μας αλλάζουν την ζωή έχουν αντίκτυπο πάνω μας που διαρκεί το πολύ τρία χρόνια, μετά ή αλλάζουμε ή μας απορροφά η κατάσταση. Εμείς οι δύο μάλλον ανήκουμε στην πρώτη κατηγορία.

Πρός έκπληξη μου, το δεκαπεντάυγουστο του 2011, μη συνειδητοποιώντας την αρχή της επικείμενης αλλαγής είχα δημοσιεύσει μια φωτογραφία μου με τον τίτλο “Ο κύκλος δεν είναι παρά μια ευθεία με αδύναμα άκρα, έλκονται και ενώνονται”. Τρία χρόνια μετά η “αλλαγή” μου μου άλλαζε το μέσα μου και αντιδρούσα. Με θυμάμαι με θλίψη και ανεξέλεγτο θυμό. Ασυνείδητα είχα αλλάξει και φοβόμουν να το παραδεχτώ γιατί έτρεμα να μην χάσω το μουχλιασμένο μου παρόν. Ενα χρονο μετά πάλι, η επιλογή μου τότε στην 15η Αυγούστου του 2011, είχε κλείσει τον κύκλο της. Αυτή η επιλογή, μεγάλη φυγή από το “σπίτι” το παλιό σε κάθε επίπεδο, είχε συνεχή ροή και με εφερε εδώ, με βήματα άλλωτε βίαια και επίπονα σαν να σου σπάνε τα κόκκαλα να πάρεις άλλο σχήμα. Αυτό το σενάριο με τις επιλογές που εγκατέλειψα για να φτάσω εδώ, να αποχαιρετώ με καρδιοχτύπι, πετώντας το γράμμα μου μές στο κόκκινο κουτί, αλλά ευτυχία ήρεμη, ρευστή, ζεστή, το τελευταίο άκρο της ευθείας. Και ας μην κοιτιόμαστε, ξέρουμε. Οι αφετηρίες είναι το πιο ωραίο δώρο του πεπρωμένου μας. Η επιλογή να ακολουθήσεις όποιο μονοπάτι θές και να επιστρέψεις, να αλλάξεις πορεία, να αλλάξεις διαδρομή, ακόμα και προορισμό. Η επιλογή του να ζείς.

Δεν νιώθω να μετανιώνω για τις επιλογές μου, τις χειμωνιάτικες μυρωδιές στα δρομάκια του Μπάθ, τα γέλια στις πάμπ, την βιασύνη να φτάσεις στον επόμενο “σταθμό”, τις βροχές με σπασμένες ομπρέλες, σε εκείνο το ξέσπασμα με κλάμμα στο μπάνιο στο Παρίσι, για τον μόνιμο αποχωρισμό που με προετοίμαζε για τον δικό μου προσωπικό αποχαιρετιμό, για τις πτήσεις στην Αθήνα και τις αγκαλιές με τον πατέρα να κρύβει τα δάκρυα του, τους χορούς με τα κορίτσια και τα τραγούδια που ζούμε γυρνώντας αργά στο σπίτι, τα νέα μυστικά, τα φιλιά στα παγκάκια στην Spitalfields με αγνώστους, τα γέλια και τις εκμυστηρεύσεις με μπύρες και χασίσι στο Μπρίξτον, τις βόλτες με το λεωφορείο στο Ντάλστον, τις συζητήσεις μας με κρασί στο Σόχο και στα κανάλια στην βάρκα της φίλης, το μαγειρεικές μας στο Πίμλικο, τις ώρες στο τηλέφωνο να δίνουμε στο παρόν κινηματογραφικά φινάλε και άκρως προσωπικές κριτικές, τα πρωινά ξυπνήματα μέσα σε άλλες πατούσες με όπερες και κιθάρες, με πρωινά στο μπαλκόνι, με φιλιά που πια μυρίζουν κέικ ή μπισκότο, ποτέ πια γάλα, με αναμνήσεις που ρέουν σε μια γλυκύτατη νοσταλγία όπου έκλεισε την πορεία της με δάκρυα χαράς στο τρένο από το Γκίλφορντ την προηγούμενη Κυριακή. Το Waterloo, ήταν πια άλλος προορισμός, είχα αλλάξει εγώ, μαζί και αυτό.

Πάντα επιλέγεις. Να κάνεις νέες αναμνήσεις.

You can be anyone

4 Comments

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s