“…Δεν διάβασα αμέσως το γράμμα σου, κάθισα σε μια πολυθρόνα, το έβγαλα από τον φάκελο, διάβασα τις πρώτες γραμμές και σταμάτησα, γδύθηκα, έκανα ντούς, φόρεσα μια ρόμπα, έβαλα τον καφέ να γίνεται, πήρα πάλι το γράμμα, διάβασα την πρώτη γραμμή, έτρεξα στην κουζίνα να προλάβω τον καφέ να μην χυθεί, τον πρόλαβα.
Θέλεις, λές, να μείνουμε φίλοι. Να βλεπόμαστε όταν έρχεσαι στην Αθήνα, να τηλεφωνιόμαστε, να αλληλογραφούμε πότε πότε (μια φορά τον μήνα;) αλλά φιλικά. Ισχυρίζεσαι οτι έτσι θα είναι καλύτερα και για τους δυό μας, οτι αν δεν πάρουμε μια απόφαση θα ταλαιπωρηθούμε χειρότερα, και δεν θέλεις να ταλαιπωρηθώ, αυτό κυρίως σε απασχολεί, να μη ταλαιπωρηθώ εγώ, γιατί μ’αγαπάς, θα καταλάβω με τα χρόνια πόσο πολύ με αγαπάς.
Να σου πώ την αλήθεια, δεν το αποκλείω, ναι, μπορεί να με αγαπάς, αλλά σαν φίλη, δηλαδή τι θα πεί σαν φίλη; Οτι αν βρεθώ στην ανάγκη θα μου δώσεις λεφτά; Οτι αν πεθάνω θα κινήσεις γή και ουρανό να μου βρείς θέση σε κεντρικό νεκροταφείο με αγάλματα και πλούσια βλάστηση, να είναι σωστός παράδεισος; Εγώ αλλιώς σε αγαπώ.
Εγώ μόνο ξέρω τι ένιωσα στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, καθώς σε έβλεπα να απομακρύνεσαι με το διαβατήριο στο χέρι και την τσάντα στο άλλο…Είπα στην αεροσυνοδό να με αφήσει να περάσω μια στιγμή, είκοσι μέτρα το πολύ μας χώριζαν, περίμενες στη σειρά σου στον έλεγχο των διαβατηρίων, να με αφήσει μια τελευταία φορά να τρέξω, να σε φιλήσω, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να ακουμπήσω το πρόσωπό μου στο δικό σου, ελληνικά της μιλούσα, αλλά θα κατάλαβε, δεν μπορεί να μην κατάλαβε, έκλαιγα νομίζω, μου έφραξε τον δρόμο με το χέρι της, την κοίταξα έντονα στα μάτια, πρώτη φορά αισθάνθηκα τόσο μίσος για άνθρωπο. Όταν ξανακοίταξα πρός το μέρος σου είχες φύγει. Κανείς δεν περίμενε στον έλεγχο των διαβατηρίων…
Τέταρτη μέρα. Δεν βγαίνω καθόλου έξω, κανείς δε θέλω να με δεί σε αυτά τα χάλια. Όλο και περιμένω οτι θα μου τηλεφωνήσεις και θα μου πείς…Αφήνω την πόρτα ανοιχτή όταν πηγαίνω στο μπάνιο, φοβάμαι μήπως δεν ακούσω το τηλέφωνο. Για τον ίδιο λόγο δεν λούζομαι, φοβάμαι οτι ο θόρυβος του νερού θα καλύψει το κουδούνισμα του τηλεφώνου…Δεν ήξερα τι θα πεί πόνος. Μου ήταν ουσιαστικά άγνωστη η λέξη αυτή, την ήξερα από μακρυά, όπως τις περισσότερες λέξεις, το περίβλημά της μόνο μου ήταν γνωστό. Τώρα ξέρω καλά τον ορισμό της, μου τον έδωσες εσύ, τον έχω εδώ, σε αυτό το συρτάρι. Αρχίζει ώς εξής:
Ελένη,
είμαι μόνος, στο γραφείο μου, Μου είναι αφάνταστα δύσκολο να σου πώ αυτό που θέλω, και όμως πρέπει…Θα προτιμούσα…”
Photographs are now nothing but memories. And memories are stories we either keep telling ourselves, or we simply, deliberately, selfishly forgive to forget.