έπιασα το τετράδιο μου και το στυλό από το Πομπιντού να γράψω δυο τρείς λέξεις για μένα, τον εαυτό μου που χορεύει σε δύο λιβάδια, ενα ανοιξιάτικο καταπράσινο χωράφι από μυρωδάτο υγρό φρέσκο γρασίδι και μικρές μαργαρίτες ανάμεσα σε φουντωτούς κλέφτες, και ενα χρυσαφένιο αυγουστιάτικο λιβάδι απο στάχια που αποχαιρετούν την ζέστη μιας εποχής που τελειώνει. Εκεί χορεύω, στριφογυρίζω γύρω από το σώμα μου με μαλλιά μαύρα μακρυά, παναλάφρα, άρωμα κανέλλας αγκαλιάζει το σώμα μου κάτω από το διάφανο λινό λευκό μου φόρεμα. Ξυπόλητη νιώθω την γή κάτω από το πέλμα, καυτή, το χώμα μπαίνει στα νύχια μου κάνωντας με θνητή για μια στιγμή. Ο ήλιος με διαπερνά από τα μάτια στα στεγνά μου χείλη, στο ζεστό μου δέρμα γύρω από το λαιμό, ως την κατακόκκινη καρδιά μου.
Δεν κατάφερα να γράψω τις λέξεις που γαργαλούσαν το μυαλό αλλά ξαναδιάβασα μετά από μήνες μια ιστορία μικρή για μια αγάπη που ένιωθα να τελειώνει. Μέσα μου. Μάιος. Η ιστορία έχει τίτλο “25 χρόνια πρίν”. Είναι για το τώρα αλλά από μια θέση ονειρική 25 χρόνια μετά. Είναι ενα παραμυθάκι που οι εραστές που τυφλώνονται αποκαλούν “για πάντα”.
“Ξάπλωσε στην αιώρα του στο πίσω κήπο. Η μυρωδιά από τις αγαπημένες του ορτανσίες έμπαινε στο όνειρό του μεθυστικά απολαυστική, σαν ναρκωτικό. Ανάλαφρος και νέος, διέσχιζε ουρανούς διαφορετικών χωρών και κόσμων, χάνονταν μέσα σε λευκά σύνεφα και χάιδευε με τα χέρια του τα φύλλα των πιο ψηλών κλαδιών από δάση αχανή και σιωπηλά που τον οδηγούσαν νότια. Μύριζε το ρετσίνι από τα πέυκα του καλοκαιριού, το αλάτι, το χώμα που διψούσε για τις βροχές του φθινοπώρου. Κατηφόρισε στο μικρό δρομάκι που έκοβε το πάρκο στη μέση και έφτασε στην πόρτα της. Στάσου, έχει ξαναβρεθεί εδώ, εχει ξανάρθει σε αυτή τη γειτονιά, έχει ξανανέβει τα ίδια σκαλοπάτια κάτω από τα γιασεμιά της αυλής. Σήκωσε το βλέμμα του και την είδε εκεί, να του χαμογελά από το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου. Μα ποιά να έιναι; Δεν την ήξερε αλλά δεν ήταν άγνωστη. Είχε ξανακοιτάξει στα μάτια της, είχε ξαναθελήσει τα χείλη της, έιχε ξανακούσει την φωνή της. Φορούσε αυτό το τεράστιο χαμόγελο για εκείνον και θα ορκίζονταν οτι δεν είχε δει ποτέ του τίποτα πιο όμορφο, πιο οικείο από την εικόνα που αντίκριζε σαν έφηβος από το τρίτο σκαλοπάτι της εισόδου της αθηναικής πολυκατοικίας. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά, ο ήχος των παλμών του χάνονταν ανάμεσα στην λαχανιασμέναη ανάσα του και τα σανδάλια της που την έφερναν πιο κοντά, πιο γρήγορα. Ξανασυναντήθηκαν, νότια του νου, στην καρδιά.
Ξύπνησε.
Η ανάσα του ηταν ακόμα λαχανιασμένη, εφηβική. Το σώμα ξυπνησε σε μια άλλη εποχή. Απότομα. Για μια στιγμή με ορθάνοιχτα τα μάτια σταμάτησε να αναπνέει να συνειδητοποιήσει που επέστρεψε. Πόσο μακρυά ήταν το τώρα; Ξανάκλεισε τα μάτια του. Ο ήλιος πιο χαμηλά πια, άφησε χώρο στην δροσιά του δειλινού να παντρέψει το δέρμα με τις αισθήσεις. Άνοιξε αργά τα πράσινα του μάτια, γύρισε το κεφάλι πρός τα δεξιά, πάντα ήταν στα αριστερά της, στο περπατημα, στο διπλανό μαξιλάρι, στο σινεμά, στα όνειρα. Τα μαλλιά της είχαν ενα φώς από άλλη εποχή, έπεφταν σαν μεταξωτό πάνω στους γυμνούς της ώμους. Τον κοιτούσε σιωπηλή και χαμογέλασε βγάζοντας εναν ρομαντικό ήχο, αυτό που μόνο οι ερωτευμένοι με την στιγμή που τα μάτια χάνονται το ενα μέσα στο άλλο κάνουν. Σαν ανάσα με χρώμα. Έσκιψε, την φίλησε και η στιγμή έγινε για πάντα.
Nice job 😉
smouts!