
Ο χρόνος του έρωτα είναι η αιωνιότητα. Σαν αυτό το ξημέρωμα.
Χάραζε αργά σαν να ήθελαν τα σώματα να ζήσουν τα όνειρα λίγη αιωνιότητα ακόμα. Σαν φιγούρα γδύθηκε τη θέρμη των χεριών του και σηκώθηκε αφήνοντας το βράδυ πίσω μαζί με το χάραμα που πλησίαζε. Κοίταξε με μισάνοιχτα τα μάτια την πόλη μπροστά τους, φωτάκια εδώ και εκεί, νωχελικά τα μάτια, θωλά, κάτω από έναν μώβ μπλέ ουρανό. Άνοιξε το παράθυρό και μαζί του την καρδιά της. Το γυμνό σώμα, όσα της έλειπαν, ήταν εκεί για εκείνη, στο μαξιλάρι στα αριστερά της. Ντύθηκε ξανά το σώμα του, ήταν σαν να επιστρέφει μισοκοιμησμένη σπίτι. Σαν να ήξερε τις ακριβείς συντεταγμένες από πάντα, ακούμπησε το πρόσωπό της στο σεντόνι μπροστά από το δικό του. Τα μάτια του κλειστά αλλά ήξερε οτι τον κοιτούσε, το στόμα του ανοιχτό, όπως το άφησε ώρες πρίν με ενα φιλί. Τα μάτια τς ανοιχτά, τα χείλη ανοιχτά, ανάπνευσε την αναπνοή του. Έκλεισε τα μάτια και τα σώματα σαν ακροβάτες μέσα σε πηχτό κρεβάτι κινήθηκαν τόσο σιγά, σαν δυο παχύρευστα υγρά σώματα που αναμειγνύονται με σαφή περιγράμματα αλλά με μηδενική απόσταση ανάμεσα τους.

Το στήθος της βρήκε την καρδιά του, η ανάσα της κλείστηκε στο λαιμό του. Τα ακροδάχτυλα της μαγνήτισαν τα δικά του και αόρατη έλξη τα ταξιδεψε πάνω στα σώματα τους μέχρι να ενωθούν κάτω από τα μισοπεταμένα σκεπάσματα. Τα μαλλιά του χάθηκαν μες τα δικά της και μια τούφα έπεσε στα χείλη της, όταν οι γλώσσες τους μπήκαν μέσα στα σώματά τους. Τα πόδια τους έδεσαν σε κόμπο. Η μισή πατούσα του ξάπλωσε πάνω στη μισή δική της. Βαρύτητα τις έριξε έξω από το κρεβάτι, αιωρούμενη έλξη. Οι μυρωδιές των εραστών είναι ναρκωτικό.
Ο χρόνος κύλισε μέσα σε αργές κινήσεις, όσο να ταξιδεύψει το φιλί της στην πλάτη του. Όσο να βουλιάξει το χέρι του ανάμεσα στους μηρούς της. Όσο να φιλήσει την ζωή της μεσα σε μια εκ βάθους εκπνοή. Η γλώσσα της μούδιασε τα άκρα των χειλιών του. Οι παλμοί συντονίστηκαν. Δέρματα που πια ήταν μόνο υγρά σύνορα. Σαν χορευτές σε μέθη διήσχισαν ενα ατελείωτο κρεβάτι. Δεν μιλούν γιατί ήδη ακούν ο ένας την καρδιά του άλλου. Τον αέρα μέσα από τους πνέυμονες που λέει όσα χρειάζεσαι να ακούσεις όταν η ύπαρξή του χύνεται μες το σώμα σου. Τσούλισε το κεφάλι της πίσω με μάτια κλειστά από την κοιλιά του για να κλειστεί με ανακούφιση μές την μασχάλη του, τόσο διήρκησε η ανάσα αυτη, όσο τα δάχτυλα να περπατήσουν με αντρυχίλα από τον αφαλό της, στα πλευρά της που ανοιγόκλειναν σαν καρδιά που πάλεται σε ανοιχτό παραδομένο σώμα, οσώτου τα δάχτυλα να γδάρουν τις θυλές και να βουτηχτούν στο στόμα της.
Τα φιλιά, υγρές παύσεις μέσα στη λήθη. Τίποτα δεν θυμίζει το λεπτά πρίν τον αποχωρισμό. Μια μικρή μάχη που κλείνει πληγές άλλων με χάδι και σάλιο ζεστό. Με την αλήθεια που κρύβουν τα σιωπηλά βλέμματα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο πάνω από την πόλη λίγο πρίν το τέλος της νύχτας.
Με μια φωνή που άντεξε να φύγει από μέσα της και να διασχύσει το κορμί της, να ανοίξει λάγνα το στόμα της λίγο ακόμα, ανατρυχίλα στα χειλη που στέγνωσαν, η πλάτη της αφέθηκε στην τριβή, έγινε ενα με το στήθος του και ένα έγιναν τα δύο σώματα, ώσπου να ξημερώσει. Ώσπου τα βλέφαρα να ξεκολλήσουν από τα τσιμπλιασμένα δάκρυα και να χαμογελάσουν με σαρκική αλμύρα στα χείλη.