Μπήκα στο τελευταίο βαγόνι του τρένου και στάθηκα κόντρα στην πόρτα με το χαμηλωμένο παράθυρο. Έκλεισα τα μάτια καθώς το τρένο ξεκίνησε πάλι και ένιωσα το λυτρωτικό αεράκι που διασχίζει τα βαγόνια. Αφέθηκα μέσα σε μια βαθειά αναπνοή. Περίμενα μέρες αυτή τη στιγμή, χωρύς να γνωρίζω πότε θα έρθει. Άφησα σκέψεις να πλάσουν την ιστορία μου, αυτή που θα γεννούσα ώρες αργότερα αλλά κλώθω μέρες με την φαντασία μου. Kennington. Κατέβηκα.
Μια από τις δασκάλες μου μου είχε πεί μια φορά “Μπορούμε να γράψουμε μόνο για όσα έχουμε ζήσει, ό,τι έχουμε αισθανθεί, για αυτό ο συγγραφέας “γεννά”, δίνει ενα κομμάτι του, μικρό μεγάλο δεν έχει σημασία τόσο, όσο το να δίνει.” Πηγαινοερχόμουν πέρα δώθε στο μικρό μου διαμέρισμα μπροστά από ένα ολόζεστο ηλιοβασίλεμα που έντυνε και πάλι το Λονδίνο με χρυσό, χρυσόσκονη. Η χρυσόσκονη μου θυμίζει μαγεία, έρωτα και παραμύθια. Πάντα αγαπούσα τα παραμύθια, γιατί ήταν η στιγμή όπου ερχόμουν κοντά με αυτόν που μου τα αφηγούταν. Η μάνα μου, η γιαγιά μου, ο πατέρας μου, οι εραστές μου. Αγαπάω να ακούω την φαντασία των άλλων να πλάθει ήρωες και να μου δίνει εικόνες και μυρωδιές και αισθήσεις. Ακούμε λέξεις αλλά επικοινωνούμε πιο βαθειά, με αισθήματα. Τι παραμύθι να γράψω μέσα από όσα έχω ζήσει; ή δεν έχω ζήσει. Καμιά φορά όσα δεν έχουμε ζήσει, τα νιώθουμε πιο δυνατά, γίνονται σχεδόν αναμνήσεις. Μα και οι αναμνήσεις ιστορίες είναι, ιστορίες που μεταμορφόνονται συνέχεια, αυτή είναι η φυγόκεντρος δύναμή τους που μας κάνει να τρέχουμε γύρω από αυτές όταν το σώμα θυμάται. “Μείνε στο μέλλον, το παρελθόν θα αλλάξει σύντομα”, είχα διαβάσει σε ενα βιβλίο του Γιάλομ. Δάγκωσα την τελευταία μπουκιά από το μπισκότο μου και κοίταξα στο πάτωμα την οθόνη του υπολογιστή.

Πάφου 19, δεύτερος όροφος η φωτογραφία που πάγωσε ενα βράδυ που δεν θυμάμαι την χαρά ή την λύπη που με έκανε να σηκώσω την κάμερά μου. Μόνο όταν νιώθω κάτι δυνατά φωτογραφίζω. Χαρά, αγάπη, έρωτα, αγωνία, πάθος, πόνο, θρήνο, ευτυχία. Εμφάνισα παλιά μου φίλμ αλλά δεν θυμάμαι τις ιστορίες τους. Ή ίσως προσπάθησα τόσο να τις ξεχάσω που μοιάζω με άνθρωπο που έχει αμνησία και κοιτά φωτογραφίες με ματιά που ψάχνει να θυμηθεί. Θα γράψω μια ιστορία για κάτι που δεν πήρε ζωή από την ζωή μου. Θα πλάσω ήρωες που θα ήθελα να έχω ονειρευτεί ανάμεσα σε κύματα και φιλιά.
Μου λείπει η θάλασσα. Και ο έρωτας. Για αυτά θα πώ παραμύθια.

“…και αισθάνεται να ανεβαίνει στο κορμί της ένας πόθος, ο αδάμαστος πόθος να έχει εραστή. Όχι για να μπαλωθεί η ζωή της έτσι όπως έγινε. Αλλά για να συγκλονιστεί εκ βάθρων. Για να έχει επιτέλους το δικό της πεπρωμένο” Άγνοια, Μίλαν Κούντερα
