.άνοιξη.

Η γέννηση της αλήθειας, ή μάλλον το ξύπνημα μιας αλήθειας που εκκολάπτοταν από παράγραφο σε παράγραφο της ζωής. Η στιγμή που ακούς αυτή την αλήθεια να προφέρεται από τα δικά σου χείλη, είναι η έναρξη σε κάτι που μοιάζει να ζούσε πάντα μέσα σου αλλά πια γεμίζει όλο σου το σώμα, ρέει ορμητικά, αδιάκοπα μα αρμονικά, τόσο αρμονικά σαν να υπάρχει για να ρέει μεσα σου, από τα ακροδάχτυλα στους πνεύμονες και την καρδιά. Είναι τόσο δυνατή η αφύπνιση που καταβάλω προσπάθεια να βρώ τις λέξεις να με περιγράψω. Γιατί περί εμού πρόκειται. Η δική μου αλήθεια, η δική μου άνοιξη, η δική μου αφύπνηση.

crop2 copy

Κάτσαμε αντικριστά στην πάμπ και παίζοντας με την κάμερα μου με “είδε” όσο εγώ ήμουν απορροφημένη σε σκέψεις άλλες, με είδε με εναν τρόπο που εγώ δεν με εχω δεί, ήρεμη, γλυκειά, απαλή. Πώς αυτοπροσδιοριζόμαστε μέσα από τα μάτια των άλλων; Μέσα από τους γονείς μας, τους δασκάλους μας, τους φίλους μας, τα αφεντικά μας, τους εραστές μας, τους προδότες μας, τους εχθρούς μας, τους σωτήρες μας. Έχουμε τόσα πρόσωπα, όσες και οι σχέσεις μας, θαρρώ. Υπάρχει όμως μια σχέση που ενώ μεταμορφόνεται μέσα από άλλες σχέσεις, μέσα από χωρισμούς και έρωτες, μέσα από καθρεύτες που άλλωτε μας έδειξαν το μέσα μας λίγο πιο βαθειά, πιο αλλιώς… και άλλωτε μέσα από παραμύθια με τον μανδύα της αγάπης που καλείται να τα νικήσει όλα, ακόμα και εμάς τους ίδιους που παλεύομε με το χθές μας, τους δαίμονες μας, αυτή η σχέση είναι η μόνη σταθερά μας, η σχέση που εξελίσσουμε με τον εαυτό μας. Ο κόσμος μας μέσα στον κόσμο όλων.

Ο έρωτας είναι η αρχή όλων για εμένα, η αρχή του νέου εαυτού ακόμα. Είναι η πιο δυνατή γέννα ενός ακόμα κομματιού σου. Μια γέννα που δίνει στον έρωτα μας ζωή μέσα από τα ακροδάχτυλα που μας ενώνουν και το φιλί. Το φιλί αυτό που είναι η μεταφυσική ροή μας μέσα στο σώμα του άλλου, μέσα από χιλιάδες μικροσώματα δικά μας μέσα σε μια κοινή ανάσα. Και οι ανάσες μας δίνουν ζωή στα σώμα τας, αναγεννιέμαι μέσα από εσένα. Αν το φιλί μας είχε ήχο, θα το αισθανόσουν έτσι.

Και πάντα θα υπάρχει ενας νέος εαυτός να ανακαλύψεις, πάντα θα υπάρχει ακόμα ενα κάλυμα να σηκώσεις αργά ή γρήγορα, όσο αντέχεις.  “Αναπνέω μες το εμείς, ερωτευμένη με τον ίδιο τον έρωτα”, έγραψα πρίν χρόνια αλλά πια αυτο-καλούμαι να αναπνέω μόνη. Μέχρι τον επόμενο έρωτα, αυτόν που καρτερά όλη μου η ύπαρξη, αυτόν που θέλω να με εμπνεύσει για κάτι νέο, για μια νέα δημιουργία.

Έμπνευση.

Δημιουργία.

Ύπαρξη.

Ολότητα.

Ξεκίνησε την κουβέντα τους λέγοντας του οτι δεν είχε κάτι “νέο” να φέρει στην συζήτηση τους και του ζήτησε να θέσει εκέινος ένα θέμα που να αφορά την ίδια πρός συζήτηση. Η κουβέντα τους κίλησε και οι έννοιες ντύθηκαν με λέξεις όπως, μοναξιά, αποδέσμευση, απουσιά, αποδοχή, ειλικρίνια, εαυτός. Η Λάουρα ζούσε πολλές ιστορίες με τη φαντασία της, έπλαθε αναμνήσεις μια άλλης ζωής εν τη απουσία του κάποιου στην ζωή της. Ήταν ίσως τέτοια η ανάγκη της να επαναπροσδιοριστεί μέσα από κάποιον άλλον που έκανε το είδωλό της πιο θωλό μέσα από το δικό της πρίσμα, πώς να μπορέσει άραγε να δεί την ίδια μέσα από τα μάτια ενός άλους σώματος, μιας άλλης ψυχής; Ο κόπος της να ανακαλύψει την αλήθεια της ντύνονταν έτσι με τον πόνο της απουσίας του άλλου. Με αυτό τον τρόπο, βρέθηκε σε ενα κλειστό θέατρο με κόκκινα βελούδινα καθίσματα με λίγους θεατές, οχι όμως αυτούς που την παρακολουθούσαν και την ποθούσαν στις φαντασίες της. Η παράσταση ανέβαινε και είχε τίτλο το όνομα της, ήξερε οτι αυτήν έπρεπε να δούν όσοι θέλησαν να βρεθούν σε αυτό το θέατρο, όσοι συνένεσαν να δούν αυτήν την παράσταση. Θα επρόκειτω για ένα ντοκιμαντέρ, με θέμα εκείνη αλλά το σενάριο της ήταν άδειο, κενό. Δεν είχε έρωτα να την εμπνεύσει, είχε μάθει να ζεί μέσα από εκείνον, τον ένα που θα ξυπνούσε την δίψα της για δημιουργία. Μας πώς να ξεδιψάσεις την ψυχή σου όταν δεν δίνεις εσύ νερό στο χώμα σου; “Ποιό είναι το θέμα σου;” ερωτήθει και σώπασε. Δεν είχε μάθει να θέτει εκείνη το θέμα στον εαυτό της, το σενάριο της.

Η Λάουρα φοβόταν την μοναξιά της και τελικά χρειάστηκε να ταξιδέψει το “σπίτι” της τρείς χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά και να χαθεί στην ανωνυμία μιας πόλης που την καθιστούσε πραγματικά μόνη. Πακέταρε ό,τι θεωρούσε “ακριβό”, αναντικατάστατο και μοναδικό και μετανάστευσε στην πολή που κατοικείται μέσα στην ίδια την πόλη του Λονδίνου, αλλα και μέσα σε κάθε άλλη πόλη, την μοναξιά. Έπρεπε αν συνειδητοποιήσει οτι μόνο μέσα από την μοναχικότητα μπορεί να αντιληφθεί την πραγματική υπόσταση του εμείς, του “εμείς”που αναπνέει, δεν συνθλίβει, δεν πονά, και δεν απαιτεί.  Ήθελε λοιπόν, να γράψει το δικό της σενάριο, να γίνει η μούσα της και δίχως να το καταλάβει αποφάσισε να ζήσει σε μια “πόλη” με σύντροφό της την ίδια. Σαν να ήξερε οτι ο μόνος τρόπος να αγαπηθεί απο την ίδια ήταν να ζήσει μέσα από την ίδια, για την ίδια, να εμπευστεί από την ζωή της καθεαυτή.

Πέρασαν οι ώρες και οι πλοκές έντυναν το υπο σχεδιασμό σενάριο, το έντυσε με μουσικές, το σκέτσαρε με μολύβι και νερομπογιές και είδε την αλήθεια που έχανε μέσα σε ενα εμείς που θα έκρυβε παροδικά την μοναξιά, ή ίσως το συναίσθημα του φόβου της μοναξιάς. Χάνοταν από τον εαυτό της, το “σπίτι” της για να να παίξει σε παραστάσεις άλλων, σε θιάσους που δεν είχε επιλέξει, σε ένα θέατρο άλλο, οχι δικό της, μοναχικό μέσα στην συνύπαρξη.

Ανέπνευσε βαθειά και έπιασε το μολύβι της πατώντας ξανά το play

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s