Ακόμα πιστεύω οτι

…δυο άνθρωποι έχουν φτιαχτεί για να είναι μαζί. Κάπου διάβασα “Πιστεύω οτι δυο άνθρωποι ενώνονται στην καρδιά τους, και δεν έχει σημασία τι κάνεις, ή ποιός είσαι ή πού μένεις. Δεν υπάρχουν όρια ή εμπόδια εαν δύο άνθρωποι εχουν φτιαχτεί για να είναι μαζί.”

~~~~~~~~~~~~~~~

Μέρος Ι

Φόρεσε το κόκκινο δερμάτινο μπουφάν του και ήταν έτοιμος να ανέβει στην μηχανή του στη γωνία των Ναυαρίνου & Μαυρομιχάλη όταν είδε το μισό της πρόσωπο χωμένο πίσω από την εφημερίδα. Στάθηκε μουδιασμένος, ακίνητος για αρκετή ώρα κρατώντας το κράνος του στην αγκαλιά του σαν μωρό, ώντας ανίκανος να διαχωρίσει την πραγματικότητα από τα όνειρά του. Είχαν περάσει ατέρμωνοι μήνες από την τελευταία φορά που τα σώματα τους στάθηκαν αντικριστά εκείνο το μεσημέρι στον πεζόδρομο του Θησείου. Τα μάτια του είχαν κρυσταλλώσει πάνω στα βλέφαρα της και περίμενε πιστά σαν σκύλος που πεινά, το φύσημα του αέρα πάνω της, κάποιον περαστικό να της τραβήξει την προσοχή, ή ο,τιδήποτε θα μπορούσε να  φανερώσει το πρόσωπό της. Πώς μπορούσε να είναι σίγουρος οτι είναι εκείνη; Όλα γύρω του κινούνταν αργά και άηχα, μέσα στο μπάσο ήχο της καρδιάς του. Έμοιαζε σαν τίποτα να μην μπορεί να διαπεράσει την νοητή γραμμή ανάμεσα εκείνον και εκείνη, στο απέναντι πεζοδρόμιο, στο μεταλικό κίτρινο τραπεζάκι κάτω από τα εξοτικά φυτά. Ενάς μεγάλος ανεμιστήρας βρίσκονταν απέναντί της, ήταν σχεδόν 4 το απόγευμα και ήταν μια ασυνήθιστα ήσυχη Κυριακή. Ο σερβιτόρος κράτησε ενα χειριστήριο ψηλά πρός τον ανεμηστήρα και τα μαλλιά της ανέμισαν πρός τα πίσω χαϊδεύντας το γκρί μπετόν. Με πόσο χρώμα μπορεί να βάψει την στιγμή ενα κύμα δροσερού αέρα αυτό το φθινοπωρινό απόγευμα; “Ξέρετε πού είναι η οδός Μπουμπουλίνας;” μια τσιριχτή γυναικεία φωνή τον ξύπνησε και τράβηξε το βλέμμα του στο παρόν. Οι κόρες των ματιών του συστάλθηκαν καθώς κοίταξε πρός μια γυναικεία φιγούρα μέσα σε ενα λινό λευκό, σχεδόν αραχνοϋφαντο φόρεμα που θύμιζε Κυκλάδες, να υψώνεται κόντρα στον ήλιο. Μύριζε λεμόνι και το δέρμα της γυάλιζε σχεδόν ερωτικά κάτω από το φώς. Οι φακίδες στον ώμο της του θυμισαν τα παιδικά του χρόνια, το τσούξιμο της θαλασσινής αλμύρας στις παιδικές γρατσουνιές στα ηλιοκαμένα με φακίδες γόνατά του. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά παίρνοντας απότομα το  βλέμμα του από τον ώμο της μέσα σε μια ακαταμάχητη βιασύνη να περάσει πάλι απέναντι, έπρεπε να ξανασυναντηθούν. Η εφημερίδα αφημένη στο τραπέζι και ενα τσιγάρο να καίγεται στο τασάκι δίπλα στα μαύρα γυαλία της. Και η ξαφνική απουσία της. Όπως πρίν χρόνια, όταν επέστρεψε στο άδειο τους διαμέρισμα στου Παπάγου, στην εκοφαντική σιωπή ενός γράμματος δίπλα στο τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Είχε φύγει μέρες πρίν αφήνοντας εκείνο το γράμμα μπροστά από την θέση της στον παλιό τους μπέζ καναπέ, όμως δεν το είχε αγγίξει, δεν το είχε μετακινήσει καν, ήταν το μοναδικό σημάδι παρουσία της πια.

Τα βήματα του ήταν στην αρχή διστακτικά αργά σαν ο χρόνος να ξετυλίγεται σε χιλιόμετρα, αλλά αμέσως μόλις την είδε να σκιαγράφεται πισω από την γυάλινη πόρτα, ήξερε οτι έπρεπε να είναι εκεί, δίπλα της. Τόσο δίπλα της όσο δεν ήταν ποτέ στα 70 τετραγωνικά που στόλισαν μαζί και ονόμασαν αυθαίρετα “σπίτι”.

IMG_4814.JPG

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s