Άνοιξε ενα μικρό κουτί από κόκκινο βελούδινο ύφασμα και έβαλε το κορίτσι μέσα. Πίεσε τα χέρια της γύρω από σώμα της και σχημάτισε ενα χαμόγελο στα χείλη της. Την κάθισε και άφησε μια πασχαλίτσα στην αγκαλιά της. Ζούληξε το κεφαλάκι της με τα δυό του χέρια και πρόσεξε να μην εξέχουν τα μαλλιά της από το καπάκι. Το έκλεισε σφιχτά και το σφράγισε με μαύρη ταινία. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών του και έφτασε το τελευταίο πιο ψηλό ράφι. Την έκρυψε εκεί πίσω από φωτογραφίες, μουσικές και ποιήματα. Πάνω στο κουτί ακούμπησε ενα κοχύλι να ακούει την θάλασσα το κορίτσι και να τον θυμάται. Δεν ήθελε να τον ξεχάσει τώρα που δεν θα έπαιζε μαζί της πια. Τακτοποίησε τα βιβλία στο ράφι με προσοχή να μπούν όλα στην θέση όπου ήταν πρίν. Κάτι είχε αλλάξει όμως πια. Το κουτάκι αν και τόσο δα έπιανε χώρο, έπρεπε να αφαιρέσει κάτι από το ράφι του. Πήρε λοιπόν τις αναμνήσεις και τις καταχώνιασε κάτω από τα βλέφαρα και πίσω από τους λοβούς των αυτιών του. Έτσι, κανείς δεν θα τον αντιλαμβανονταν να διαβάζει τις ιστορίες τούτες όποτε έκλεινε τα μάτια. Όλα τα βιβλία μπήκαν ξανά στη θέση τους, τακτοποιημένα, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα, ίσως λίγο κιτρινισμένα και σκονισμένα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Ίσως αν έκλεινε τα παράθυρα. Ικανοποιημένος από την προσπάθεια του στάθηκε μπροστά από την βιβλιοθήκη του και θαύμασε το δημιουργημά του. Όλα συμμετρικά τοποθετημένα, τακτοποιημένα ανά θέμα, ανά χρόνο γραφής, μα όλα μονότονα, ξεθωριασμένα, καφετί. Όλα πέρα από το κόκκινο κουτάκι. “Αρκεί το χρώμα αυτό για τώρα” σκέφτηκε και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες και νεα βιβλία γράφοταν και έμπαιναν με τάξη στα ράφια του. Ήταν όμως άχρωμα. Πήρε μπογιές λοιπόν και τις νέρωσε και μεγάλα πινέλα και πασάλειψε τα βιβλία του με χρώματα. Άλλα μώβ, άλλα κίτρινα, κόκκινα, και μπλέ και πράσσινα, μα σαν περνούσαν λίγο οι μέρες τα χρώματα στέγνωναν και γίνοταν σκόνη που έπεφτε στο πάτωμα. Απελπισμένος πήρε ξανά τα πινέλα του και ξανάβαψε τα ράφια του. Ξανά και ξανά. Πήρε αυτοκόλλητες χρωματιστές ταινίες λοιπόν και έντυσε τα βιβλία του. Επιτέλους! Τώρα όλοι τον θαύμαζαν, θαμπώνονταν από το χρώμα, μα εκείνος ήξερε οτι δεν ήταν αληθινό. Το πρωί όταν άνοιγε τα παραθυρόφυλλά του ο ήλιος κορόιδευε το πλαστικό ρούχο των ιστοριών του. Έδειχναν όλες τόσο ψεύτικα φτιαγμένες, μόνο στο σκοτάδι δεν φαίνονταν τα σημάδια του εγκλωβισμένου αέρα κάτω από το ρουχο τους. Το βελούδινο κουτάκι όμως ήταν ακόμα εκεί. Κόκκινο και ζεστο. Το κορίτσι ήταν ακόμα ζωντανό και το σώμα της ζωντάνευε το χρώμα του με παλμούς καρδιάς και απαλή ανάσα. Τα βράδυα όταν οι φωνές και τα γέλια σώπαιναν, εκείνη σηκώνονταν όρθια και έσκιζε με τα λεπτά της νύχια το βελούδινο ύφασμα. Άφηνε την παρχαλίτσα της να πετάξει και εκείνη επέτρεφε με δάκρυα που έσταζαν από τα μάτια του και ιστορίες που έπεφταν από τα αυτιά του. Κάθε όμως που κατάφερνε να ανοίξει μια τόση δα τρυπούλα και άλλο βιβλίο στριμώχνοταν στο ράφι και της έκλεινε την έξοδο. Το κορίτσι όμως όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε, τρέφοταν με αναμνήσεις.
Πέρασαν χρόνια, οι εποχές άλλαζαν μονότονα και μηχανικά. Απορροφημένος από την ρουτίνα που είχε ντύσει πάλι τα βιβλία του δεν παρατήρησε το κουτί. Δεν ήταν πια εκεί. Μόνο μικρά κομματάκια κόκκινου βελούδου στο πάτωμα. Ήταν Σάββατο πρωί όταν μπήκε στο δωμάτιο αυτό. Ο αέρας από το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας παρέσυρε τα κόκκινα κομφετί από το πάτωμα και τον έλουσαν σαν βροχή από κόκκινα φιλιά. Οι τελευταίες αναμνήσεις έτρεξαν από τα μάτια του και τρύπωσαν στα αυτιά του. Μα τι είχε συμβεί εδώ; Κοίταξε με αγωνία γύρω του κι όμως όλα ήταν στη θέση που εκείνος είχε επιλέξει. Όλα ήταν εκεί, ακίνητα, άοσμα και άχρωμα. Τα μάτια του αναζητούσαν το κόκκινο κουτάκι από συνήθεια, αλλά δεν ήταν πια εκεί. Κάλυψε το στόμα του να μην ακουστεί η φωνή του. Τα κόκκινα κομμάτια βελούδου δεν είχαν σταματήσει να στάζουν από το ταβάνι. Κάποια είχαν σταθεί πάνω στα ρούχα του, στα παπούτσια του. Λαμπίριζαν μες το αδύναμο φώς του γλόμπου στο τέλος του δωματίου. Κάπου ανάμεσα στα δάκρυα και στο χαμόγελο που του’φεραν οι αναμνήσεις του σε κάθε κόχη του δωματίου του, είδε το κορίτσι. Είδε μεγαλώσει τόσο πολύ. Το φόρεμα της ήταν πια κοντό φανερώνοντας το δέρμα της και το γυναικείο πια σώμα της . Οι μηροί της, τα χέρια της, το στήθος της. Στέκοταν ακίνητη, μα ζωντανή μπροστά του. Κοίταξε τα χείλια της, τη μύτη της, τα φρύδια της, και χαμογέλασε. Τι έιχε συμβεί; Ήταν το κουτάκι του τόσο μικρό για τόσες πολλές ιστορίες; Πόσο καιρό κρύβοταν πίσω από τα πλαστικά του βιβλία αυτή η αλήθεια; “Είσαι εσύ” της είπε με τρεμάμενη φωνή από χαρά και συγκίνηση. “Οχι. Κοίτα καλά”. Έτρυψε τα μάτια του να δεί καλύτερα, μα ήταν σίγουρος οτι άκουσε την φωνή της. Ή την ένιωσε να μιλά μέσα του; Άπλωσε τα χέρια του διστακτικά να την αγγίξει. Ήταν ακόμα μπροστά του. Πόσο του είχε λείψει! Μεθούσε από συναισθήματα που έρρεαν στις φλέβες του με ορμή. Ακόμα έβρεχε κόκκινα κομφετί. Ήταν ευτυχισμένος ξανά. Τα δάχτυλα του έφτασαν το μπράτσο της, μα ήταν κρύο. Την πλησίασε, έπρεπε να την αγκαλιάσει και πάλι! “Δες καθαρά” του ψυθίρισε το κορίτσι και το σώμα της εξαϋλώνοταν αργά αργά όσο την πλησίαζε. “Στάσου!” της έσφιξε τις παλάμες μα ήταν παγωμένες, νεκρές. Έσκυψε να προλάβει να τη φιλήσει μα τα χείλια του άγγιξαν παγωμένο γυαλί. “Αυτός είναι ο πόνος της απουσίας” ακούστηκε σαν ψύθηρος από τόσο μακρυά. Τόσο μακρυά όσο μέσα του. Άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε μπροστά στο είδωλό του. Ήταν ο παλιός καθρεύτης του. Έγειρε το κεφάλι του στον ώμο του και έκλαψε μέσα του. Πονούσε ξανά. Αισθάνοταν. Το λιγοστό φώς χάθηκε και η σιωπή γέμισε τον χώρο σαν πηχτό μαύρο αίμα. “Είμαι η καρδιά σου. Πού θα με κρύψεις τώρα;”