Τρεις σταγονες επεσαν βιαια απο την βρυση πάνω στα απλυτα πιατα μεσα στον νεροχυτη της. Ο ηχος αυτος θα πρεπει να ειναι η αιτια που ανοιξε τα ματια της αναμεσα στα φερκα σκεπασματα και τα μαξιλαρια της. Ενιωσε μια δυναμη να την ενωνει με κατι, απροσδιοριστο. Ενιωσε ανυπομονησια, σαν αυτο το κατι απροσδιοριστο να θελει να παρει μορφη. Να πραγματοποιηθει. Ηταν τοσο παραξενο αλλα και τοσο οικειο. Το ειχε αιαθανθει ξανά αλλα δεν μπορουσε να θυμηθει ποτε, γιατι. Σηκωθηκε με τον διασταγμο της δροσιας που εισβαλει κατω απο το παπλωμα και περπατησε αργα ως τον νεροχυτη. Πηρε το ποτηρι με το κρασι της προηγουμενης πια βραδιας, το ξεπλυνε και το γεμισε με νερο ως ελαχιστα πανω απο τη μεση. Ακουμπησε τα χειλη της στο κρυο γυαλι και καταπιε αργα λιγες γουλιες ομως ακομα ενιωθε το ιδιο ενωμενη με κατι που της προκαλουσε ανησυχια και συναμα θλιψη.
Γυρνωντας προς το κρεβατι της και προσπαθοντας να βγει απο αυτο τον μικροκοσμο στον οποιο ειχε μπει χωρις αντιστασεις τα τελευταια λεπτα, κοιταξε τα φωτα της πολης εξω απο το παραθυρο της. Απολυτη ησυχια. Εκοφαντικη. Δυνατη. Η πολη ηταν ξαγρυπνη αποψε μαζι της. Κοκκινα και κιτρινα φωτακια θολα σαν να ξεπηδαν απο παλιο καλιδοσκοπιο επαιζαν μπροστα της. Δεν φορουσε τα γυαλια της και η μειωμενη οραση της επλασε μια ζεστασια στο απροσδιοριστο των σχηματων. Το ιδιο απροσδιοριστο με το συναισθημα που την ξυπνησε. Κοιταξε ψηλα αναμεσα απο τα στορια, ειχε καθαρο ουρανο και το φεγγαρι ηταν σχεδον γεματο. Λαμπερο, Ασημενο. Σχεδον γεματο. Αυτο σκεφτηκε και χωρις να το καταλαβει δακρυα ζεσταναν τα ματια της. Μα τι ειχε συμβειι; Τι ηταν αυτο που την ξυπνησε με τοση αμεσοτητα και οικειοτητα σαν ενα φιλι πριν κλεισει η πορτα αργα το βραδυ; Το ρολοι χτυπησε δυο φορες. Θυμηθηκε το διαλογο με τον Πετρο λιγο πριν κοιμηθει. Ειχε μολις ξαπλωσει στο δωματιο του σπιτιου του στην Αθηνα χωρις να εχει ξεπακεταρει την βαλιτσα του, της ψυθιρισε οτι την αγαπα και την αφησε με μια καληνυχτα. Τιποτα δεν ελειπε απο την ρουτινα τους και ομως κατι δεν ηταν εκει, αναμεσα στις λεξεις. Τα ματια της υγρα, κουρασμενα και ελαφρως πια νυσταμγενα συνεχισαν να κοιτουν το φως που εμοιαζε να χινεται απο το φεγγαρι πανω στην πολη που αγαπουσε τοσο. Το φεγγαρι ομως δεν σταζει φως, δεν ειναι αυτοφωτο σωμα, παιρνω φως απο τον ηλιο. Αν το φεγγαρι ηταν μονο του στον μαυρο νυχτερινο ουρανο, θα ηταν αορατο στα ματια μας ισως, δε θα ειχε στολισει με την μαγεια του καμια ιστορια τους, δεν θα ειχε συνοδευδει τις αγγαλιες τους, αυτες τις αγγαλιες. Ποσο της ελλειψαν, Ποσο της ελειψε. Αυτο που ο Πετρος δεν θα μπορουσε να ειναι ποτε, δε θα ηταν ποτε εκεινος. Χαμηλωσε τα ματια σαν παιδι που απολογειται για κατι που δεν θα πρεπε να εχει τολμησει να παραδεχτει στον εαυτο του. Παγωσε ο χρονος και οι αναμνησεις γεμισαν τον χωρο αναμεσα στον νεροχυτη, τα απλυτα πιατα, τα αδεια επιπλα, τα βιβλια στο πατωμα, τα παγωμενα ποδια της, τα μαξιλαρια στο κρεβατι. Σαν να ξεπηδησε η φιγουρα του απο το “ονειρο” και την ξυπνησε να κοιταξουν μαζι το ημιτελες ακομα φεγγαρι.