όπως σου’χω ξαναπεί, γράφω πολύ, σε φίλους, στη μάνα μου, σε γκόμενους, στο μπλόγκ μου, εδώ τώρα. είναι όμως κάποια άτομα στα οποία αγαπάω ιεροτελεστικά να γράφω, μάλιστα κάποιες φορές κάνω γκριμάτσες ανάλογα με το ύφος του κειμένου. είναι ψυχολόγος, καταλαβαίνει κάθε σπιθαμή της “καλλιτεχνικής μου ψυχασθένειας” όπως λέει οτι έχουν οι καλλιτέχνες στην ψυχή. Ξεκίνησα λοιπόν να της γράφω με καφέ και το τσιγάρο της ημέρας δίπλα στην τριανταφυλλιά μου στο μπαλκόνι όταν ξεκίνησε να ψιχαλίζει, δεν μπήκα μέσα στο σπίτι, συνέχισα να πληκτρολογώ, να παραπονιέμαι για το πόσο πολύ δουλεύω τους τελευταίους μήνες, για τον GP που μουν την είπε άσχημα οτι πάω σταθερά πιο κοντά στην υπερκόπωση, για τον πατέρα μου που ξανάρχισε τα αστειάκεια της δεύτερης mindle life crisis για διαζύγιο στα εξήντα του και με υποβίβασε από κόρη του σε σύμβουλο γάμου, για το οτι δούλευα τα βράδια με πελάτες στο Σικάγο, χθές βράδυ όταν άνοιξε η Κίνα και τρέχαμε να προλάβουμε το καράβι να μην “υπερφορτώσει” – μα για ποιόν και τι τρέχω τελικά; Δεν είναι τυχαίο οτι γράφω την λέξη “τρέχω”. Σταμάτησα να γράφω στην Μάχη και σκέφτηκα την φίλη μου και γειτόνισα μου, το Λονδίνο είναι τόσο δα όταν πρόκειται για ανθρώπους που αγαπάς και εγώ από τότε που συνειδητοποίησα μέσα μου πόσο αγαπάω χωρίς πρόσωπο αποδέκτη, το Λονδίνο χωράει μές την καρδιά μου πιο άνετα. Κινδυνεύει να μείνει παραλυτη, για την ακρίβεια δεν περπατάει εδώ και μια εβδομάδα. Πάγωσα. Την άκουγα και άκουγα τον πόνο και την ελπίδα μαζί. Το υποσυνείδητο που πια ξέρω πόσο παίζει μαζί μας και μας ταξιδεύει εκει που εχουμε πονέσει για να δούμε τι αγαπάμε, τι είμαστε, τι προσποιούμαστε οτι είμαστε – για ποιόν άραγε; γιατί; – τι θέλουμε και πιεζουμε το είναι μας όλο να είμαστε, αυτό λοιπόν μου φερε δυο εικόνες στο μυαλό. Σου ακούγομαι ονειροπαρμένη ίσως αλλά εχεις αναλογιστεί πόσο ταξιδεύεις κάθε μερα με συνειρμούς που ίσως δεν παίρνεις χαμπάρι καν οτι κάνεις; Θυμήθηκα την μοναδική (ίσως, σε πολλά εισαγωγικά) στιγμή που ένιωσα τα πόδια μου να μουδιάζουν να με ρίχνουν, όταν άκουσα οτι το πρόσωπο που εικόνιζε την εξάρτηση μου με εγκατέλειπε, έπεσα, κυριολεκτικά, δεν έχω ξαναπέσει, ίσως σαν μωρό, γιατί τόσο βαθεία ένστικτα εξάρτησης είχε ξυπνήσει αυτός μέσα μου, έπεσα και ούρλιαζα και τόλμησα, στο περήφανο μυαλό μου και στην σκληρή με μενα καρδιά μου, να σκεφτώ χωρίς να ξεστομήσω “πώς θα ζήσω τώρα;” Αυτός ο άνθρωπος ξέρω πια καλά οτι δεν με αγαπησε πραγματικά, δεν με γνώρισε καν, με καθρέφτισε και μπήκα στον ρόλο που του έλειπε και τελικά δεν θα βρεί ποτέ αν δεν θελήσει, το ρόλο της συντρόφου, που αγαπά, πονά και συζεί. Ζει μαζί. Έπεσα εκείνο το βράδυ για δευτερόλεπτα, μα σαν αδρεναλίνη κάτι με σήκωσε και πια με εχει υψώσει. Άκουγα την φίλη μου αλλά η συμπονετική καρδιά μου που δίνει πάντα, δεν τόλμησε παρά να πεί “μπορώ μόνο να φανταστώ τι ζείς”, άλλωστε μια κρίση πανικού, όσο και αν σε παραλλύει στο μυαλό και στο σώμα εν τέλει, δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανυμποριά ενός τόσο φυσιλογικού κατα τ’άλλα πράγματος που σε ακολουθεί από τα μωρουδιακά σου, να μαθαίνεις να περπατάς. Έκλεισα το τηλέφωνο και ακουσα τους ήχους από το κόσμο γύρω, φωνές από τα διαμερίσματα, παιδιά από το πάρκο απεναντι, σειρήνες από το βάθος και μια μουσική από το στούντιο απέναντι, πόσο δυνατά χορεύαμε τότε; ναι οκ χορεύω συχνά πια με φιλες σε πάμπ και μπαρ αλλά δεν είναι το ίδιο, σαν εκτίμηση, σαν αναμνηση. Ελλάδα, καλοκαιρι, αλκοολ, φιλιά και χοροι με δυνατοί μουσική στις παραλίες της Βούλας με τα παιδιά που έφεραν τα άλλα παιδιά που ήξεραν τον τάδε που μου γνώρισε εκείνον και πάει λέγοντας η έκσταση αυτή, στο μπαράκι στην Φρεατίδα με την Κατερίνα και τον Νίκο της, στο πάρτυ του συμφοιτητη στον πίσω κήπο στην Ραφήνα, στο άλλο πάρτυ του συναδέλφου του τάδε στην Εκάλη και τόσα άλλα πάρτυ που γουστάρεις να χορεύεις σαν 7χρονο που ΔΕΝ ντρέπεται, δεν ποζάρει. Θυμάμαι και πάλι συνειρμικά μια τεχνική που μου’μαθε η αγαπημένη μου πια Μάτα, που θυμίζει μωράκια όταν πια περπατούν, νιώθεις τα πόδια σου και σταθεροποιείσαι, πόσο συχνά νιώθείς τα πόδια σου; Ούτε αυτός ο συνειρμός είναι τυχαίος. Μαθαίνεις να στηρίζεσαι στα πόδια σου, στα δύο σου, στα 15 σου, στα 25 σου και ξανά τώρα στα 32 μου και είμαι σίγουρη και στα 40 μου και εύχομαι και στα 60 μου. Θα κλέισω τούτον εδώ τον ηλεκτρονικό μονόλογο με το κείμενο που ξεκινησε σημερα το χάραμα τη μερα μου πρίν δουλέψω:
“Είναι απαραίτητο να βρεί κανείς το κέντρο του, τον άξονα του τον λεπτό και ατσάλινο, που θα στηρίζει τον μηχανισμό του βίου του & όπου πατώντας πάνω του θα μπορεί να κινεί τη γή. Μόνος του, “μονότατος”, αφού εκεί μονάχα είναι ελεύθερος & αφού εκεί μονάχα δεν έχει ανάγκη τις ανάγκες. Όταν αποκτήσει με αυτήν την έννοια ταυτότητα, δεν χρειάζεται πια τις ταυτίσεις. Η ευτυχία μας δεν εξαρτάται πια από τους άλλους”
Συγκινήθηκα μωρέ Νάσσια…
Εύχομαι με την ωραία αίσθηση της συγκίνησης 🙂 Φιλιά!
Ακόμα ένα υπέροχο κείμενο που δε διαβάζεται απλά αλλά νιώθεται…