Μια ιστορία

“Είναι τετρημένη παρατήρηση πως άλλο ανάμνηση και άλλο μνήμη. Η ανάμνηση συντηρεί σαν φωτογραφίες εκείνα που αντιληφθήκαμε, δεν είναι παρά ένα κοινό άλμπουμ στο τραπέζι. Η μνήμη όμως, είναι πλάστης ιδιοφυής, ανήσυχος καλλιτέχνης. Η ψυχή και οι ελιγμοί της συνεργάζονται με τον ρέοντα καιρό και όλο αναπλάθει εκείνο που συνέβη και που συνεχίζει τελικά να συμβαίνει για εμάς/ Το τότε αποκτά προσωπικό ψυχισμό και μεταστοιχειώνεται η αντικειμενική πραγματικότητα από όπου ξεκίνησε. “ Από το “Χορός Μεταμφιεσμένων” της Μάρω Βαμβουνάκη.

Πρίν χρόνια, σε ενα πρωταρχικό ταξίδι “πρός τα μέσα”, μαγεύτηκα από την δυνατότητα να με βλέπω μέσα από όσα βλέπω. Ξεκίνησα να φωτογραφίζω. Άλλαξα μονοπάτια, κοίταξα από δω και από κεί, αλλά πάντα, κάθε που ένιωθα οτι έπρεπε να κλείσω τα μάτια στο “έξω” και να κοιτάξω μέσα, το παυσίπονο αυτής της επίπονης αλλά λυτρωτικής και προσωπικής εγχείρησης, ήταν η κάμερα μου. Δεν είχε σημασία, ή έτσι έμοιαζε να μην έχει, το τι έβλεπα, αρκεί να έβλεπα από μέσα το “έξω” που είχα διαμορφώσει. Έτσι ξεκίνησα και το μπλόγκ μου, σαν προσωπικό ημερολόγιο, αποφεύγοντας να σκεφτώ ρεαλιστικά οτι με διαβάζουν, κάτι το οποίο συνειδητά πια θα με λογοκρινε σε κάποιο βαθμό.

Ήπιε μια γουλιά από το ούζο του κουνώντας το ποτήρι του αργά, κυκλικά, όπως έκανε ο παπούς μου, τα καλοκαίρια στην αυλή, η μυρωδιά με πήγε χιλιόμετρα μακρυά στον νότο και στην μνήμη. Πάντα ούζο πίνουμε όταν μιλάμε για το παρελθόν μας, σαν να έχουν χρωματιστεί με γλυκάνισο οι αναμνήσεις, και τις κουβαλάμε και οι δυο μας από την Μεσόγειο στο Λονδίνο. Μια Ελληνίδα και ενας Τούρκος, σε ενα διθέσιο καναπέ, στον όγδοο όροφο, μιας πολυκατοικίας στο νότιο Λονδίνο. Του είπα οτι όποτε φυσά, η μυρωδιά από τον Τάμεση μου θυμίζει θάλασσα. Γέλασε με όλο του το πάντα ευγενικό πρόσωπο και με επιβεβαίωσε οτι είμαι αγιάτρευτα ρομαντική. Όπως, λέει, στα κείμενα μου, στο μπλόγκ μου. Μια φωτογραφία είναι ένας συνειρμός και όταν με διαβάζει είναι λέει σαν να μπαίνει για λίγο στην ανάμνηση μου από αυτή την σκέψη. Γέλασα όπως όταν με γνώρισε και του θύμισα την Μελίνα, μεγάλο στόμα να γελά με ψυχή και ήχο. Πώς γίνεται δυο ουσιαστικά άγνωστοι, από δυο σημεία της Μεσογείου να συναντιούνται μετά από ένα χωρισμό και μαζί να κοιτούν στα μπαγκάζια τους με μια γουλιά ούζο; Μαγεία.

Από την Μεσόγειο, στο κυριακάτικο ηλιόλουστο Μπράιτον. Από την αυλή της γιαγιάς Ελευθερίας, στον κήπο εδώ κάτω απο κουφετί λουλούδια. Ενα τόσο δα λουλουδάκι, διαβατήριο στην μνήμη. Τόσο εύκολα. Ταξιδεύω πολύ στο παρελθόν αυτές τις μέρες. Συλλέγω τι θα πάρω μαζί, τι θα αποχαιρετήσω (για πάντα;), τι θα θρηνίσω λιγάκι ακόμα, πόσο δέρμα πρέπει ακόμα να τραβήξω για να με δώ καλύτερα. Θυμήθηκα το πρόσωπό του, περπατώντας ενα απόγευμα στου Παπάγου, να μυρίζει γιασεμί “Στάσου στάσου, μύρισε ρε!” Απο κεί ακόμα πιο πίσω, στα πρωινά στο κήπο άλλου, με καφέ ζεστό στο κρύο, δεκέμβρης ήταν, και σιωπές λίγο πριν φύγουμε για την δουλειά. Και από κεί, πιο πίσω ακόμα, στο πίσω μπαλκόνι, να μιλάω με την μάνα μου δίπλα στο αγιοκλιμα την ώρα που απλώνει τα σχεδόν διάφανα απο τον ζεστο ήλιο της Αυγουστιάτικης Αθήνας, βαμβακερά μας. Πόσα θα βάλεις στα μπαγκάζια σου να’ξερες τότε. Και πιο πίσω ακόμα, στη γλυκειά ονειρούπολη των πέντε ετών, με τη γιαγιά να στήνεις τέντες από σεντόνια προσφυγικών ρετρό αναμνήσεων, δίπλα από ενα γιασεμί πάντα. Έλεγα οτι μέχρι τα πέντε μου ήμουν με τη γιαγιά μου, εκείνη βλέπεις με μεγάλωσε. Τελικά ακόμα μαζί της είμαι, και ας μη με θυμάται πάντα. Ταξιδεύω και για τις δυό μας εγώ. Το κάνω συχνά αυτό, ταξιδεύω για δυό. Με τη γιαγιά, τον πατέρα μου, τους συντρόφους μου.

Παιδί ετών τριάντα δύο λοιπόν, ξαναδιέψευσαι την γιαγιά και τον πατέρα του. Η γλυκειά κυρα Λευθερία με τα κατοχικά της σύνδρομα και ενας πατέρας ενήλικος από τα 13 του, μου έμαθαν οτι ό,τι θελήσω μπορώ και θα το κάνω, δικό μου. Κυριολεκτικά παιδί ετών τριαντα δύο, μιας και που αποχωρηστίκαμε λίγες μέρες μετά τα γενέθλιά μου τον Οκτώβρη, έμαθα οτι αυτό δεν είναι εφικτό, οχι πάντα. Το ίδιο είχα ξαναμάθει επτά χρόνια πρίν, αλλά βλέπεις η μνήμη όπως και το ούζο, μας θωλένουν κάπως. Από το γαλάζιο φόρεμα της γιαγιάς που μύριζε καθαρό, την λευκή βεντάλια της με τα μικρά λουλουδάκια πεσμένη δίπλα στη λεβάντα, στο κόκκινο γλαστράκι με λεβάντα στο τραπέζι μου, στο δικό μου σπίτι στον όγδοο όροφο. Στα όνειρά μου πια βλέπω το σπίτι μου. Άδειο, μέσα σε χωράφια θερισμένα, χρυσαφιά. Τι θα σπείρω πάλι; Πού και πού προβάλλονται μορφές από το χθές και τις διώχνω με τόσο πόνο και οργή. Λές και δεν χωράνε πια μέσα μου. Το μέσα που κοιτώ με την ίδια κάμερα όπως τότε, είναι τόσο πιο στενό, οριοθετημένο θα έλεγα. Σαν μήτρα περιμένει να διασταλεί για να γεννήσει το καινούριο.

Το νερό στο ντούς τρέχει ζεστό, ατμίζει αναμνήσεις. Η Νάσια με το κόκκινο φορεματάκι της και τα καινούρια λευκά της πέδιλα, δώρο του μπαμπά που πάλι έλειπε, θα περπατήσει με τα ποδαράκια της πιο σταθερά. Είναι καλοκαίρι ακόμα στο όνειρό της, βλέπει το κόσμο σε κυκλική τροχιά πάνω στο “γύρω όλοι” της παιδικής χαράς, χαμογελά με ικανοποίηση, το ξυλάκι παγωτό κολλάει στο χέρι της. Όπως το ούζο στα χείλη μου.

2 Comments

  1. Τι όμορφη ανάρτηση!
    Ενα υπέροχο ταξίδι στο παρελθόν, μια βόλτα στο τώρα, νέα τροχιά για το μέλλον,
    μέσα από ένα πολύ τρυφερό λόγο.
    Γράφεις τόσο όμορφα όσο φωτογραφίζεις.

    1. Σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου, με τιμά ιδιαίτερα όταν κάτι προσωπικό δικό μου γίνεται κείμενο ή φωτογραφία και αυτό επικοινωνείται χωρίς να μιλήσουμε άμεσα.. Καλή σου συνέχεια!

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s